μεμιάς

μεμιάς
και μεμιά
επίρρ.
1. με την πρώτη, μια κι έξω, με μία κίνηση ή με μία μόνο ενέργεια
2. ξαφνικά, απότομα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Από τη φρ. με μια, με επίδραση τού διὰ μιᾶς].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • μεμιάς — επίρρ. τροπ. 1. με μια φορά, όλο μαζί: Ήπιε μεμιάς το νερό που υπήρχε στο ποτήρι. 2. ξαφνικά, αμέσως: Μόλις με είδε μεμιάς χλόμιασε …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μονοκοπανιά — μεμιάς, όλο μαζί, χωρίς διακοπή: Ήπιε το γάλα μονοκοπανιά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Πελοπόννησος — I Ιστορική και γεωγραφική περιοχή της Ελλάδας, η νοτιότερη και μεγαλύτερη χερσόνησος της χώρας και η νοτιότερη της Ευρώπης. Εκτείνεται μεταξύ των παραλλήλων 38° 20’ (ακρωτήριο Δρέπανο) και 36° 23’ (ακρωτήριο Ταίναρο) και των μεσημβρινών 210° 10’… …   Dictionary of Greek

  • αβερ(ρ)οϊσμός — ο 1. οι θεωρίες τού Αβερόη, που, επηρεασμένος από τον νεοπλατωνισμό, διατυπώθηκαν κυρίως υπό μορφή σχολίων στον Αριστοτέλη και που διαφέρουν από τις θεωρίες τού Αβικένα κατά τούτο: υποστηρίζουν ότι όλος ο κόσμος δημιουργήθηκε μεμιάς από τον Θεό,… …   Dictionary of Greek

  • αγκάλη — Παράλιος οικισμός (υψόμ. 5 μ., 206 κάτ.) στην πρώην επαρχία Χαλκίδας του νομού Ευβοίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Νηλέως. * * * η (Α ἀγκάλη) 1. ο χώρος εν είδει κόλπου, που σχηματίζεται ανάμεσα στο στήθος τού ανθρώπου και στα χέρια του,… …   Dictionary of Greek

  • αθροοποσία — ἀθροοποσία, η (Α) αθρόα πόση, το να αδειάζει κανείς μεμιάς το ποτήρι του, να πίνει το κρασί του μονορούφι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀθρόος + πόσις < πίνω] …   Dictionary of Greek

  • απόσβεση — Όρος που χρησιμοποιείταιμε διάφορες σημασίες σε διάφορους κλάδους, όπως η λογιστική, η οικονομία, η δημοσιονομία και το εμπορικό δίκαιο. Α. ενός χρέους είναι τρόπος τμηματικής επιστροφής του οφειλόμενου ποσού, ο οποίος βασίζεται στην καταβολή… …   Dictionary of Greek

  • αψύς — ιά, ύ και αψός, ή, ό (Μ ἁψύς, εῑα, ύ) Ι. 1. οξύθυμος, ευέξαπτος 2. (για τον έρωτα) φλογερός 3. (για μέταλλο) ακατέργαστος, αμιγής μσν. νεοελλ. 1. γρήγορος 2. αυθάδης, θρασύς νεοελλ. 1. οξύς, δριμύς (στη γεύση) 2. ζωηρός, δραστήριος 3. πολύ ζεστός …   Dictionary of Greek

  • ζιμιό — (Μ ζιμιό και ζιμιόν και εἰς μιό[ν] και ς μιό[ν]) επίρρ. 1. μεμιάς, αμέσως, γρήγορα («εξελησμόνησα ζιμιό τά μού χες καμωμένα», Ερωτόκρ.) 2. στο εξής μσν. μαζί, συγχρόνως. [ΕΤΥΜΟΛ. jιμιό < (με ανάπτυξη φωνήεντος ι μεταξύ τών σ + μ) < σμιόν… …   Dictionary of Greek

  • με — (I) και μέ (συντετμημένος τύπος τού εμέ, αιτ. τού εγώ) όταν προτάσσεται τού ρήματος συνήθως διατηρεί τον τόνο του και χρησιμοποιείται ως μη εγκλιτική λέξη, ενώ όταν επιτάσσεται σχεδόν πάντοτε παραμένει άτονο και είναι εγκλιτική λέξη (α. «μέ… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”